- βαρυφορτώνω
- -ωσα, -ώθηκα, βαρυφορτωμένος1. φορτώνω κάποιον με βάρος περισσότερο απ’ όσο πρέπει: Μη βαρυφορτώνεις τη ζυγαριά γιατί θα χαλάσει.2. μτφ., αναθέτω σε κάποιον δυσανάλογα βαριά καθήκοντα ή υποχρεώσεις: Βαρυφορτώνουν τους μαθητές με μαθήματα στο λύκειο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.